Πρώην σύζυγοι και περιουσιακές διαφορές

Ποια είναι η έννοια του όρου “ιδιοκτησία”:

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου (Ν. 232/91) “ιδιοκτησία” σημαίνει:
“Κινητή και ακίνητη περιουσία που αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποιαδήποτε στιγμή μετά τη σύναψη του γάμου από οποιονδήποτε από τους συζύγους”.

Το ζήτημα των περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων ρυθμίζεται από το Νόμο Περί Ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (Ν.232/91) όπως έχει τροποποιηθεί κατά καιρούς.

Το άρθρο 14 του Nόμου ρυθμίζει το αποτέλεσμα της αξίωσης επί του ακινήτου.

Συγκεκριμένα, αυτό το άρθρο του νόμου περιλαμβάνει ότι, σε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή σε περίπτωση χωρισμού των συζύγων και η περιουσία ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εάν έχει συμβάλει με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτήν την αύξηση , δικαιούται να μηνύσει και να απαιτήσει την επιστροφή του μέρους της αύξησης που προέρχεται από τη δική του συνεισφορά.

Επομένως, για να υπάρξει αξίωση πρέπει:

• Το διαζύγι να έχει εκδοθεί ή ο γάμος έχει διαλυθεί ή ακυρωθεί
• Υπάρχει αύξηση της περιουσίας ενός συζύγου
• Ύπαρξη συνεισφοράς

Το τρίτο στοιχείο του άρθρου 14 είναι ότι ο σύζυγος που διεκδικεί μερίδιο στην περιουσία του άλλου συζύγου πρέπει να αποδείξει συνεισφορά. Μόνο τότε θα είναι σε θέση να υποβάλει αξίωση στο δικαστήριο και να απαιτήσει την καταβολή του μέρους της αύξησης για το οποίο ισχυρίζεται ότι συνέβαλε.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 (2) του νόμου, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου θεωρείται ότι ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μικρότερη ή μεγαλύτερη συνεισφορά.
Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό που ένας σύζυγος αξιώνει έναντι του άλλου είναι μια χρηματική συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ως εκ τούτου, δεν διεκδικεί το ακίνητο ως τέτοιο, αλλά τη συμβολή στην αύξηση της αξίας του ακινήτου.

Η δυνατότητα αποκάλυψης των περιουσιακών στοιχείων του άλλου συζύγου

Ο νόμος παρέχει ένα σημαντικό εργαλείο και συγκεκριμένα τη δυνατότητα αποκάλυψης των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων. Αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις όπου ένας από τους συζύγους δεν αποκαλύπτει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία ή έχει καταθέσει χρήματα στο εξωτερικό ή κατέχει κρυφούς λογαριασμούς κ.λπ. Ως εκ τούτου, οι σύζυγοι, ή ακόμη και ο σύζυγος που έχει αξιώσεις κατά τα άλλα, έχει το δικαίωμα, με ειδική διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο, να ζητήσουν από το Δικαστήριο ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο το άλλο μέρος θα υποχρεούται εντός 15 ημερών από την έκδοση του διατάγματος να εγγράψει ενόρκως στο Δικαστήριο με πολύ συγκεκριμένο τρόπο όλα τα ακίνητα για τα οποία είχε έμμεσο ή άμεσο συμφέρον από την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία που καθορίζεται από το Δικαστήριο με το συγκεκριμένο διάταγμα.

Ένα άλλο σημαντικό και τελευταίο ζήτημα που αξίζει να αναφερθεί είναι ο χρόνος των περιορισμών για την απαίτηση προκειμένου ο ένας σύζυγος να απαιτήσει την καταβολή του μέρους της αύξησης για το οποίο ισχυρίζεται ότι συνέβαλε, δηλαδή 3 έτη από την ημέρα που γεννήθηκε η απαίτηση.

Συμπερασματικά, το ζήτημα των διαφορών μεταξύ συζύγων και η ρύθμιση των σχέσεων ιδιοκτησίας τους μπορεί να γίνει περίπλοκο. Για το λόγο αυτό, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε με το δικηγορικό μας γραφείο για νομικές συμβουλές σχετικά με το θέμα, καθώς τα παραπάνω είναι πληροφορίες.